Παρασκευή 18 Απριλίου 2025

Εκδρομη με τραινο μια Μεγαλη Πεμπτη

Οταν ημουν στη Θεσσαλονικη την Μεγαλη εβδομαδα το 1965 ο Γαμπρος μου ο Τασος μου εκανε την προταση να παμε μια βολτα με το τραινο στα ανω πορογια της Δραμας να παρουμε ενα αρνι να το σουβλησουμε την ημερα του Πασχα. Την Μεγαλη Πεμπτη πρωι-πρωι πηραμε το τραινο και πηγαμε στα ανω πορογια. Οταν φτασαμε στο σταθμο της λιμνης Δοηρανης ειδα απεναντυ απο το κτηριο του σταθμου ενα καφενείο.Η ταμπελα εγραφε .Καφενειο η ωραια κρητη. Και στο κατω μερος, Ανδρεα Κοκολάκη. Το τραινο ομως δεν σταματησε για πολυ.ετσι δεν μπορεσα να κατεβω και να ρωτησω τον καφετζη απο που ηταν.Το ειπα στον γαμπρο μου και αυτος ειπε αν εχομε ωρα στο γυρισμο να κατεβεις να ρωτησεις. Αλλα γιατι σου εκανε εντυπωση με ρωτησε. Μου ηρθε μια σκεψη τρελή, μηπως ο καφετζης ειναι ο Μπαρμπας μου που χαθηκε στη Μαχη της Δοηρανης το 1917 (τον εδωσαν αγνωουμενο γιατι δεν βρεθηκε πτωμα).Τον ελεγαν κι αυτόν Ανδρεα Κοκολακη και ηταν αδερφος της μητερας μου. Ο Τασος γελασε και μου ειπε οτι αυτα μονο στο σινεμα γινονται. Πηγαμε λοιπον στο χωριο βρηκαμε τον αθρωπο που ειχε μηλησει στο τηλεφωνο και πηραμε σφαμμενο το αρνι. Στον γυρισμο το τραινο σταματησε στον σταθμο της Δοηρανης και ο σταθμαρχης ειπε οτι θα περιμενει το τραινο να περασει μια αλλη αμαξοστηχια για 20 λεπτα περιπου και οσοι θελουνε να κατεβουν αλλα να μην απομακρινθουν. Το δικο μας τραινο ηταν τσουφ-τσουφ καρβουνιαρης !!Αν εβγαζες το κεφαλι σου εξω απο το παραθυρο, απο λευκός γινοσουνα αραπης !! Το αλλο ηταν οτομοτρίς (πετρελαιο). Ετσι κατεβηκα και πηγα και βρηκα τον καφετζη. Ηταν περιπου γυρο στα 50, επομενως δεν μπορει να ηταν ο Μπαρμπας μου που αν ζουσε θα ηταν 69 χρονων. Τον ρωτησα απο που ηταν και μου ειπε οτι ο πατερας του ηταν απο τα Ηρακλειοτηκα. Του ειπα την ιστορια του Μπαρμπα μου και μου απαντησε μακαρυ να ημουνα εγω. Ο πατερας του ηταν χωροφυλακας και παντρευτηκε απο τη Δοηρανη και εμεινε εκει, Πιασαμε τη κουβεντα και με ρωτησε πως βρεθηκα εκει. Τα ειπαμε για λιγο και στο τελος χαιρετηστηκαμε και με κατεβοδωσε λεγοντας μου. Ολοι οι κοκολιδες ημαστε συγγενεις γιαυτο οποτε σε βγαλει ο δρομος εδω, να ρθεις να με βρεις να σε φιλοξενησω στο σπιτι μου ανηψο, Επαε πανω που ειμαι, δεν βρισκεις ευκολα κρητικούς.

Τρίτη 28 Μαΐου 2024

Οι αμπουρνόλες του Μάη

Οι αμπουρνόλες ή αμπουρνέλες ή κορόμηλα καμόνονται τον Μάη. Ηταν το αγαπημένο μου φρούτο οταν πήγαινα Γυμνάσιο. Στη διαδρομή Νεάπολη - Λίμνες ηταν μερικές απουρνολιές που τις είχαμε σταμπάρει και περιμέναμε να καμοθούν για να κανουμε την επίσκεψή μας !!Βεβαια αυτο το ειχε υπόψη του και ο αγροφύλακας του Νικηθιανού και μας έστεινε καρτέρι !! Στο μέσο της διαδρομής Νεάπολης - Νικηθιανού εκεί που ειναι τωρα ενας νερόμυλος, στον ποταμό, ήταν μια αμπουρνολιά που εκανε φοβερές κίτρινες αμπουρνέλες. Ηταν στο χωράφι της Μενεγάκενας πεθεράς του Μπάρμπα μου του δασκάλου Σταθη Χαλκιαδάκη. Μια μερα που περνούσα απο εξω από το σπίτι της μου φώναξε να της παρω κάτι από το μπακάλικο. Οταν γύρησα της ηπα για την αμπουρνολιά . Θεία, αμα γίνουν οι αμπουρνόλες να πάω να κοψω μερκές, να σου φερω και σένα από την αμπουρνολιά σου που ειναι πανω από τον Νικηθιανό ; Να πας, να χεις την ευχή μου μωρέ ανήψο, να τις δοκιμάσω και εγώ που δεν μπορώ να πάω. Εγώ βεβαια πονηρά σκεπτόμενος αν με πιασει ο δραγάτης, ζήτησα να εχω την αδεια της θειάς Μενεγάκενας. Ενα μεσημέρι λοιπόν που σχολαγαμε από το Γυμνάσιο μια ομάδα συνομηλίκων σταματήσαμε στο χωράφι. Τους ειπα για την αμπουρνολιά και πήγα πρωτος και εκοψα μερικές και μετα έκατσα στο δρόμο να κρατώ τσίλιες για τον δραγάτη !! Ο Μανώλης Λαζαράκης της Ολγας, με τον Χαρίλαο Κοκολάκη βγήκαν πάνω στο δεντρο και εκοβαν αμπουρνόλες ενω ο Μανώλης του Νικήστρατου κρατούσε τσιλες από την αλλη μεριά του ποταμού.Και ξαφνηκά, τουτ-τούτ, το μουζουκο του δραγάτη που ηταν κρημμενος από την αλλη μερια στις καλαμιές !!Απο το ζορε τους να κατεβουν ο Μανώλης με το Χαρίλαο, σπάνε το κλαδι και πέφτουν μεσα στους βάτους στο ποταμό!! Ο Δεμέτζος το εβαλε στα πόδια οπως και εγω που ημουν στον αμαξοτό.Πήγαμε κατ' ευθείαν στις θειάς τις εδωσα τις αμπουρνέλες που κρατούσα και της ειπα για τον δραγάτη. Ο δραγάτης ειχε πιασει τον Λάζαρο με τον Χαρίλαο και τους πήγε στην Μενεγάκενα.Ετουτουσές τους μπαταξίδες έπιασα πάνω στη αμπουρνολιά σου και κρεφτανε τις αμπουρνέλες σου. Ηντα να τους κάνω ; Αστα μωρε τα κοπέλια και εγω τα πεψα να μου φερουνε δυό αμπουρνέλες που δεν μπορώ να πάω . Και του εδειξε τις αμπουρνέλες που της ειχα δώσει μποηγουμένως. Κι ετσι γλητωσαμε το πρόστημο από τον αγρονόμο που ερχόταν μια φορά το μηνα στο δημαρχείο και δίκαζε τους παραβάτες που του πήγαιναν οι δραγάτες !! Ο Μπάρπας Αβράμος που ειχε το κάρο από το Χουμεριάκο και ερχόταν πολλές φορές στο χωριό (η γυναίκα του ηταν από τις Λίμνες) και μας επερνε στο κάρο οταν γυρνάγαμε το μεσημέρι από το Γυμνάσιο,για μη πηγαίναμε με τα πόδια στο χωριό,μας έλεγε για τις αμπουρνόλες .Να μη τρώτε παιδιά μου πολλές αμπουρνέλες γιατι θα κάνει ο κωλος σας κεραζόζες (θα μας πιασει διάρροια) !!Αυτά γινόταν με τις αμπουρνέλες εν ετη 1956

Τρίτη 14 Μαΐου 2024

Ολοι οι Σφακιανοί πάνε στον Παράδεισο !!

Την Κυριακή που περασε ειχαμε το 40ήμερο μνημοσυνο της πεθεράς μου.Μετά την εκκλησία κάτσαμε σε μια ταβέρνα οι συγγενείς για το καθιερωμένο γευμα. Διπλα μου καθόταν ο φιλος μου ο Μιχάλης, συμπέθερος του μπατζανάκη μου Σταυρου, Σφακιανός αλλά με εμπειρία του κόσμου μια και ηταν ασυρματιστής στα βαπόρια για αρκετά χρόνια. Μαλιστα μου ειπε οτι εχει κάνει το γυρο της γης πάνω από 10 φορές ταξιδευοντας με τα καράβια. Το παρουσιαστικό του δεν σου θυμίζει Σφακιανό. Κοντός με χαρούμενη φατσα χωρις μαυρα πουκάμισα. Κάποια στιγμή μου ειπε εμεις φίλε μου οι Σφακιανοι πάμε ολοι στον παράδεισο αμα ποθάνουμε. Τον κυταξα με απορια και τον ρώτησα.Και πως γινεται αυτό; Ααα μου λεει θα σου πω μια ιστορία για να καταλάβεις. Οταν ο χριστός ηταν στη γή, βρέθηκε με ενα καράβι στα σφακιά. Ηταν χειμώνας,τρικυμία με πολύ κακό καιρό με βροχή και χιόνι. Βρηκαν ενα απάνεμο ορμο και αραξαν και κατεβηκαν να δούνε που βρήσκονται. Ηδαν ενα κούμο που ειχε καποιο φως και ο Χριστός κτυπησε τη πόρτα. Μεσα ηταν ενας Σφακιανός τυροκόμος και τυροκομούσε. Μολις ειδε τον Χριστό του ειπε. Περνα μεσα αθρωπέ μου και μη καθεσε στο κρύο, να ζεσταθεις λιγάκι στη φωτιά. Ο Χριστός μπήκε μεσα και του ειπε. Καλά δεν θα με ρωτήσεις ποιός ειμαι; Πως με βαζεις στο σπίτι σου χωρις να ξέρεις ; Ααα κουμπάρε εδώ ειναι Σφακία και δεν ρωτούμε ουτε ποιός εισαι ουτε από που εισαι. Δεν εχεις ακούσει για την Σφακιανή φιλοξενία; Ο Χριστός του ειπε. Μα δεν ειμαι μοναχός εχω και αλλους μαζί μου.Και δεν μου το λες μονο αφήνεις τους αθρωπους οξω να παγώσουν; Μπητε μεσα να ζεσταθητε να φατε πράμμα να στιλωθητε να βρουμε τοπο να κοιμηθητε και αυριο ανε φτιάξει ο καιρός να πάτε στο καλό. Ειπε ο Σφακιανός. Την αλλη μερα ο καιρός εφτιαξε και ο Χριστός ετοιμάστηκε να φύγει. Λεει λοιπόν στον Σφακιανό. Σ'ευχαριστώ για την φιλοξενία σου αλλά θελω να σου πώ ποιός ειμαι.Βρε αθρωπέ μου σου ειπα δεν θελω να μαθω, αλλά αφού επιμένεις πέστο να ησυχάσεις. Ειμαι ο Χριστός και θα ηθελα να μου πεις τι χάρη θέλεις να σου κάνω για τη φιλοξενία σου. Δε σουπα οτι εμεις οι Σφακιανοι έχουμε παράδοση τη φιλοξενία και δεν θέλουμε πληρωμή; Να πάτε στο καλό. Ο Χριστός επιμενε και ο Σφακιανός του λέει. Αφού επιμένεις να σου πώ ενα παράπονο που εχω στη ζωή μου. Οσες φορές κιαν επαιξα χαρτά ποτέ δεν κέρδισα. Καιθέλω μια φορα να κεδρίσω και γώ. Εγινε του λεει ο Χριστός και εφυγε. Περασανε χρόνια και ηρθε η ωρα που ο Σφακιανός πέθανε. Τον πήρε ο Μιχαλάκης και τον πηγε στον Αγιο Πέτρο. Βρε καλώστονε, για να δούμε τι γράφει το βιβλίο για σένα, που θα σε στείλουμε; Εσύ εισαι που μας φιλοξένησες στον κούμο σου, τοτε που χαθήκαμε με το καράβι. Ειπε ο Αγιος Πέτρος διαβάζοντας το βιβλιο της ζωής του καθενός αθρώπου. Θα πας στον Παραδεισο. Ο Σφακιανός σκέφτηκε αυτό που ειχε ζητησει από τον Χριστό και ηθελε να μαθει αν πράγματι ισχυε ακόμη. Ετσι ρώτησε τον Αγιο Πέτρο. Θέλεις να παίξουμε μια παρτιδα χαρτιά να περάσει η ωρα; Δεν βλέπω να περιμένει κανένας αλλος . Ο Αγιος Πέτρος γελασε και του ειπε. Εγω ειμαι Αγιος πιστευεις οτι μπορείς να με κερδίσεις στα χαρτιά ; Θα δούμε ειπε ο Σφακιανός. Και για να εχει και ενδιαφερον η παρτίδα,αν κερδίσω θα μου δώσεις τα κλειδιά του παραδείσου να ξεκουραστείς και συ. Ο Σφακιανός κερδισε την παρτίδα και από τότε ολοι οι Σφακιανοί μπένουν στον παράδεισο, εξ αιτίας του Σφακιανού κλειδοκράτορα του παραδείσου.

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ ΜΕ ΝΥΚΤΕΡΙΝΟ ΠΕΡΙΠΑΤΟ ΣΕ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ

Ολοι μας έχουμε δει στο σινεμά τουλάχιστο μια ταινια τρόμου με αγγλικά νεκτροταεία με γκριζους τάφους με αγάλματα. Όταν λοιπόν ημουν στη Αγγλία για μετεκπαίδευση στην εναέρια κυκλοφορία συνέβει το περιστατικό που θας σας περιγράψω στη σημερινη ιστορία. Ηταν χειμώνας μήνας φλεβάρης.Ο καιρός ηταν αρκετά καλός για τετοιο μήνα στη νότιο Αγγλία. Η ωρα ηταν γύρω στις 5 το απόγγευμα πήρα το αστικό λεωφορείο καικατέβηκα στο κέντρο της πόλης για να στείλω ενα γράμμα στη Μάνα μου. Το ταχυδρομείο ηταν στην αφετηρεία των λεωφορείων. Κατέβαίνοντας από το λεωφορείο κρατόντας μια ομπρέλα σας γνήσιος αγγλος τσεντελμαν, κατευθηνθηκα στο ταχυδρομείο για να στείλω το γράμμα περπατόντας, ακούω μια σφυρά πισω μου και γυρίζοντας βλέπω ενα γνωστό συνάδελφο ελεκτή που ημασταν στη ιδια μονάδα. Ρε του λέω τι γυρευεις εδώ. Χθές ήρθαμε μου λεει και κατεβηκα να δώ τη πόλη.Ελα μαζί μου του λέω μη χαθεις και εγώ θα σου την δείξω αλλά θα περπατήσουμε. Τον πήγα στη παραλία του εδειξα τα κεντρικά κτήρια της πόλης και μετά πήγαμε σ'ένα ξενοδοχείο που ηταν πάρτμαν ενας φίλος που έκανα στη ταβέρνα που έπαιζα μπουζούκι τις Παρασκευές όταν δεν είχα διαβάσματα. Η ταβέρνα αυτή ηταν ελληνική με έλληνες μαγείρους και ολο το προσωπικό. Ημουν αρκετο καιρό στη πόλη και ειχα γνωριστεί με τον ιδιοκτητη και το προσωπικό. Κάποια μέρα που ειχα πάει ειδα ενα μπουζούκι κρεμασμένο στον τοίχο και ρώτησα τον ιδιοκτητη ποιανού ηταν. Μου ειπε οτι ηταν δικό του αλλά δεν ηξερε να το παίζει. Ηταν κάποιος ελληνας φοιτητής που επαιζε αλλά τωρα εχει γυρίσει πίσω στην Ελλάδα. Αυτός μου ειπε οτι έπαιζε λίγο κυθάρα. Το έπιασα λοιόν και επαιξα την φραγκοσυριανη. Αμάν μου λεει εσένα γύρευα.Θα έρχεσαι να παίζεις εδώ Παρασκευή και Σάββατο. Δεν γίνετε του λεω γιατί εχω διαβασμα. Αντε να ερχομε την Παρασκευή. Συμφωνησαμε στη τιμή και καθε Παρασκευή η ταβέρνα ηταν γεμάτη. Ετσι γνώρισα τον μπάρτμαν και αρκετούς αλλους ελληνες και ξένους. Στη συνέχεια της ιστορίας ο μπαρτμαν μας κερασε μπυρες και μας ειπε αν θελαμε και καμια πιτσιρίκα μπορούσε να μας βρεί. Ο συνάδελφος δεν ηθελε γιατι δεν ειχε αγγλικά λεφτά, αλλα΄ηταν και επιφυλακτικός μια και δεν ήξερε πως ειναι τα πράμματα στη Αγγλία. Τελικά καταλήξαμε στη ταβέρνα, που μόλις μπήκα ήρθαν ολοι να με υποδεχθούν. Ο συνάδερφος με κοίταζε με απορία. Τι γινεται εδώ μου λέει.Θα δεις του λέω. Πιάνω το μπουζούκι και παίζω μερικά τραγουδάκια. Ο Θανάσης (ο ιδιοκτήτης) κρατούσε πάσο με την κιθάρα.Χαμός έγινε γέμισε το μαγαζί. Λεω παιδιά εγω ημουνα περαστηκός για να δείξω στο συνάδελφο τα κατατόπια της πόλης. Την Παρασκευή τα λέμε και φυγαμε με τον συνάδελφο . Μου λεει να πάρουμε το λεωφορείο .Τετοια ώρα δεν υπάρχει εδω σταματαν τις καθυμερινές στις 11 του απαντώ . Και πώς θα πάμε σπίτι μου λέει . Με τα ποδαράκια μας .Ετσι ξεκινήσαμε να πάμε στη συνοικία που μέναμε . Απ'οτι μου ήπε έμενε λιγο πιο πάνω απο εκεί που έμενα.Για να κόψομε δρόμο και να πάμε πιο γρήγορα σκέφτηκα να μπούμε σε ένα τεραστιο νεκροταφείο που ηταν στη διαδρομή μας να του κανω και πλάκα μια και ηξερα οτι ηταν φοβιτσάρης. Ετσι δεν του ειπα που πάμε. Γνώριζα πως γινόταν εργασίες στο νεκροταφείο και ενα μερος από τον εξωτερικό τοίχο ηταν πεσμένο για να το φτιάξουν και επίσης η πόρτα που ηταν στο δρόμο μας ηταν ανοικτή γιατι την ειχε κτυπήσει κάποιο φορτηγό και ηθελε φτιάξιμο. Ειχαμε περάσει τη μέση του νεκροταφείου συζητόντας και καποια στηγμή με ρωτάει ο συνάδελφος.Τι ειναι εδώ και εχει αγαλματα και στήλες; Πάρκο που λέω . Εδώ η πόλης ειναι γεμάτη πάρκα μεγάλα οχι σαν τα δικά μας βγαινοντας από τη χαλασμένη πόρτα ειδε απο το φως του δρόμου τους τάφους και μου ειπε. Βρε που μέφερες σε νεκροταφείο. Οχι βρε ειναι κατι καινοτάφειο διαφόρων σπουδαίων αθρώπων και τα βάζουν στα πάρκα εδώ. Περπατόντας περάσαμε από το σπιτι που έμενα και το έδειξα στον συνάδελφο. Μάλιστα μου έκανε εντυπωση που ειχε φως στο σαλόνι .Συνεχισαμε και φτάσαμε στο σπίτι του συναδέλφου. Γιατί σταμάτησες ρωτάει.Γιατι φτάσαμε στο σπίτι που μένεις. Εισαι συγουρος με ρωτάει. Μου ειπες οτι μένεις σ'αυτον το δρόμο στο 24, βάλε το κλειδί και ανοιξε να μπεις.Τιλες ρε κιαν δεν ειναι να με δήρουν. Τότε πήγαινε στην αρχή του δρόμου και διαβασε τ'ονομα του. Πριτς μου λέει μαζί θα πάμε δε σου εχω καμία εμπιστοσύνη ακου να με πάει στο νεκροταφείο. Εσυ κάνεις τετοιες πλάκες να με παρατήσεις και εγώ ναψάχνω να βρώ αστυνομικό να μου βρει το σπίτι. Εβαλα τα γέλια και πηγαμε μαζί και ειδαμε την πινακίδα του δρόμου και κρατόντας με από το μανίκι για να μην του φύγω ξαναγυρίσαμε στο 24. Εβαλε το κλειδί και ανοιξε την πόρτα και τότε μονο αφησε το μανίκι μου. Αντε καλή νυχτα του λέω κιαν δεν βρήσκεις αυριο το σπίτι ελα να σε ξαναπάω. Φτάνοντας στο σπίτι που έμενα ειδα ακόμα φως στο σαλόνι, Ηταν η σπιτονοικοκερά πουμε ειχε δει που περνούσα προηγουμένως με τον συνάδερφο και μια και εχε αυπνιές έκατσε να δει τι έγινε. Της ειπα την ιστορία και έβαλε τα γέλια.Μου εφτιαξες το κεφι μου λέει .Αυριο θα το πώ στον Ριτσαρ (τον συζυγό της)και θα γελάει ολη μέρα.

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022

ΟΙΚΟΓΕΝΙΑΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ο Μπάρμας μου ο Γιώργης ο αδερφός της μάνας μου, ηταν χωροφύλακας στη Σπάρτη. Εκεί βρήκε τη γυναίκα του παντευτηκε έκαμε τα παιδιά του και αφησε τα κοκαλάκια του. Ητανε καρπερός και έκαμε 6 παιδιά. Τα 5 πήγαν στη Αμερική (4 καναδά και 1 στις ΗΠΑ), ενας γιός έμεινε μαζί του στη Σπάρτη.Όλοι τους έκανα παιδιά που κιαυτά έμειναν εκεί που ήταν οι πατεράδες τους. Τη θύμηση του μπάρμπα Γιώργη εφερε ενα τηλεφώημα του ανηψιού μου Μανώλη του μπουζουκλή (Δημήτρη Κοκολάκη) που μου ειπε ότι μια εγγονή του μπάρμπα Γιώργη, του έστηλε μηνυμα μέσω facebook. Την βρήκα και εγώ και πιάσαμε αλληλογραφία. Ετσι ξαναθημήθηκα τον μπάρμπα Γιώργη και τις συναντήσεις με τα παιδιά του. Τον θυμάμαι που ερχόταν τα καλοκαίρια στο χωριό οταν ήμουν μικρός και έμενε ένα μήνα στο πατρικό σπίτι που ήταν απέναντυ από το δικό μας,μαζί με τις ανυπανδρες αδερφές του. Μάλιστα είχε τη συνήθεια να κοιμάται στη ταράτσα του πατρικού.Κάποιο βράδυ που ειχε ξαπλώσει πιο νωρίς γιατι ειχαν κάνει ποδαρόδρομο στα χωράφια με τον ξάδερφό του τον Χαρίλαο και ήταν κουρασμένος, έβλεπε στον υπνο του οτι μπήκαν κλέφτες στο σπίτι και έβαλε τις φωνες.Κλέφτες, κλέφτες πιάστε τους.Το άκουσαν οι γείτονες και έτρεξαν να δούν τι συμβαίνει. Ηρθε και ο Χαρίλαος και βγήκαν στη ταράτσα με τις αδερφές του, αλλά αυτός κοιμόταν του καλού καιρού. Γιατι μωρέ φωνάζεις για κλέφτες του λέει ο Χαρίλαος. Εεε λέει ο μπάρμπας αγουροξυπνημένος, έβλεπα όνειρο, πως ήρθανε κλέφτες.Καλά πότε πρόλαβες και κοιμίθηκες κιειδες και όνειρο. Εεε ήμουνα κουρασμένος και με πήρε ο υπνος αμέσως, απολογήθηκε ο μπάρμπας. Να πας στον πατερ Ευτύχιο να σου διάβάσει, του πρότεινε η αδερφή του Καδιανή, να μη φωνάζεις στον υπνο σου. Ο Χαρίλαος έβαλε τα γέλια μαζί με τον μπάρμπα μου. Αυτό το περιστατικό θυμάμαι μόνο από τον μπάρμπα Γιώργη. Από τα παιδιά του γνώρισα μερικά. Πρώτα ήρθε η Μαρία με την οικογένεια της στη Κρήτη και την συνάντησα στα Χανιά.Μετά πήγα στη Σπάρτη και βρήκα τον Κωστή. Μετά στα Φωνεϊτικα στη Ηλείας και βρήκα τον Παναγιώτη. Και τέλος πήγα στην Αθήνα και βρήκα τον Ηλία που λίγο μετά ήρθε στα Χανιά και έκατσε μερικές μέρες στο σπίτι μου. Μερικά Χρόνια πιό πρώτα ειχε πάει στις Λίμνες ο Ανδρέας που ήταν τότε Αμερική και βρήκε την Μάνα μου, αλλάεγώ δεν τον συνάντησα γιατί ήμουν μετάθεση στη Σαντορίνη. Ετσα ειναι η ζωή κάνεις πολλά κοπέλια και πέρνουνε τα διάποντα και στο τέλος καταντάς μοναχός σου.

Σάββατο 7 Μαΐου 2022

ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΠΑΠΟΥΔΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 50

Μια και φέραμε τη συζύτηση στις μεγάλες γιαγιάδες του 50 ας θυμηθούμε και τους μεγάλους γέρους της δεκαετίας 50 - 59. Όταν λοιπόν ήμουνα πιτσιρίκος ήμουνα μια σταλία κοπέλι. Αδύνατος και μικροκαμομένος, η θειά μου η Καδιανή με φώναζε αγκουδουράκι!! Αγκούδουρας είναι ένας μικρός φάμνος που έβγαινε στα αμπέλια και που τον χρησιμοποιούσαν σαν σκούπα για να σκουπίζουν τ'αλόνια οταν τα ετοίμαζαν για να αλωνισουν τα σπαρμένα τότε. Ηταν πολύ ελαφρής και όταν ηταν ξεπατομένος και ξερός τον έπερνε ο αέρας. Ετσι δεν με αφηνε η Μάνα μου να πηγαίνω κάπου μόνος μου εκτός και με συνόδευε η θειά μου η Καδιανή ή η Μαρία ή κάποιος άλλος. Ειδικά στη πανω γειτονία που ήταν στενά τα σοκάκια και είχε και παράξενους αθρώπους για μένα!! ΕτσΙ περιοριζόμουναστη κάτω γειτονιά που οι δρόμοι ήταν φαρδύτεροι και οι αθρώποι πιο γνωστοί και υπήρχαν και τα μαγαζιά όλων των ειδών που οι περισσότεροι καταστηματάρχες ήταν γνωστοί του πατέρα μου.Τους ήξερα και με ξέρανε. Στη κατογειτονιά δεν είχε πολλούς μεγάλους γέρους πιθανώς γιατί τα σπίτια ήταν πολύ νεώτερα από τα αντίστοιχα της πανωγειτονιάς που ηταν παλαιότερα και προγενέστερα κτισμένα. Μου έκανε εντύπωση όταν πηγαινα στη λεμονιά μας στους Αγίους Αναργήρους που τα περισσότερα σπίτια ήταν με <<δόμα>> (χωμάτινη στέγη και με δόκάρια), εν αντυθέση με την κατωγειτονια που ήταν με κεραμύδια και ταράτσες. Υπήρχαν βέβαια και τα καταλήματα όπως τα λέγαμε τότε, παλιά ακατοικητα πεσμένα σπίτια που τα συναντούσες μόνο στη πανωγειτονιά. Εκεί λοιπόν ανάμεσα στα καταλήματα και τα παλιά σπίτια ζούσαν παράξενοι για μένα γέροι αθρώποι με βράκες άσπρα γένια και δίστρωποι, που τους φοβόμουνα και απεφευγα να περνώ από το σοκάκι που μένανε ακόμα και όταν με συνόδευαν!! Ενας τέτοιος ήταν ο γερο Χαρουλατρέας. Ηταν και άλλοι πιο γέροι όπως ο γέρο Μιχελούκος αλλά αυτός ήταν γελαστός αθρωπος, ασε που τον περισσότερο καιρό έμενε στον καλό λάκο καιδεν τον πολυέβλεπα. Μηλούσε και τα παλιά κρητικά και δεν πολυκαταλάβαινα τι έλεγε. Ερχόταν στη γειτονιά μας γιατί έμεναν οι γιοί του Δημήτρης και Κωστής. Στη γειτονά μας γερος ηταν μόνο ο Πατερομανώλης ο Χαρίλαος Κοκολάκης οΠατεροκωσταντής ο γερο Κοτομανώλης που θυμάμε όταν πεθανε ήρθε στη κηδεία του ο Δεσπότης με τη μουσική της Νεαπόλεως επειδή ηταν ψάλτης. Επίσης ο Φραγγιάς Κουνενάκης ήταν γέρος στη γειτονιά μας. Αλλοι γέροι της κατωγειτονιάς ήταν ο Μπαστόνης που ήταν καντυλαναύτης στα εξωμονάστηρα και έμενε στον κολύμπαρο. Ο πατέρας του παπά μανώλη Μαυρωειδή ο Χατζής. Ο Κυριάκος Κοκολάκης στο δρόμο του πάνω δημοτικού με τον αδερφό του Μανώλη Κοκολάκη που είχε γυναίκα την Εργινούσα. Ο γερο Κατσούλης, ο Κοτσιφογιάννης και άλλοι που δεν τους θυμάμε.Στη πάνω γειτονια οι περισσότεροι ήταν γέροι. Ο Γαλανός, ο Μασούρης, ο γερο Σφυρής, ο γερο Καράς, ο Ασάνης, ο Σταυρούλης, ο γερο καραβέλλας, Ο Μαστραντώνης,ο Τσούκος, ο γερο Μελάς, Ο Τουρκομιχάλης, ο γερο ζουλίνος, ο Μανωλαράς,ο Σταρομανώλης και αλλοι που τους έχω ξεχάσει. Τότε το χωριό μας εχειπολύ κόσμο και πολλούς γέρους. Ειχε όμως και πολλά κοπέλια γιατί ο κόσμος έμενε στο χωριό καιδεν υπήρχε η αστυφιλία που΄ακολούθησε τα επόμενα χρόνια που αδειασε τα χωριά και έκλεισε τα σχολεία.

Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΓΙΑΓΓΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΜΟΥ ΗΛΙΚΙΑΣ

Στη γειτονια που μεγάλωσα στα κάτω καφενεία στις Λίμνες υπήρχαν πολλες γριές γιαγιάδες που ερχόταν και γειτονέυανε τις αδερφές της μητέρας μου που ηταν κιαυτές πάνω από 60 ετών. Η πιο τακτική επισκέπυρια ήταν η κουφή καλή . Μια γιαγιά πάνω από 80 χρονών αδελφή της μητέρας του μπάρμπα Μανώλη του Γιοργαντέ (Μυλωνάκη) που ηταν βαρύκοη και γιαυτό την λέγανε κουφή Καλή. Όταν ερχόταν σπίτι του παπού μου του Κοκολομιχάλη που μένανε οι θείες μου η πρώτη ερώτηση της ήταν :ηδατε μπρε να περνά κιονα το λερόπανο (αεροπλάνο εννοούσε) γιαντα έχω να το δω δυό μέρες!!Που να το δει αφου έπρεπε να το ακούσει πρώτα και δεν άκουε καλά !! Αλλη γιαγιά που ερχόταν ηταν η γυναίκα του γείτονα Φραγκιά Κουνενάκη Μαρία που ήταν σγγενείς με τις θειάδες μου από τον πατέρα της που ήταν αδερφός του παπού μου Κοκολομιχάλη. Αυτή ηταν πολύ καλή γυναίκα και πάντοτε μου κρατούσε οταν ερχόταν μια καραμέλα.Επίσης η γειτόνησα η Πελαγία ήταν τακτικός επισκέπτης. Αυτή ήταν πιο αρεφουλιάρα που έλεγε η θειά μου η Μαρία, ψηλή αδύνατη με αγριόφατσα, κιόλο έδερνε ιον ανηψιό της το μανώλη που έπερνε σπίτι της να της κάνει παρέα, όταν έκανε ζαβολιές ή ζημιές. Επίσης η άλλη γειτόνησα η μάνα του Νικολή ψιμάρνη που έμενε στο διπλανό σοκάκι, ερχόταν πότε πότε. Αυτή ήταν ηρεμη γυναίκα γεματούτσικια καλοσυνάτη. Μια αλλη γιαγιά που έρχόταν, ήταν μια σγγενείς των θειάδων μου, η Μαργώ του Μπαρμπαδομανώλη. Μια ευσωμη αρχοντογυναίκα καλοντημένη πάντοτε, με όμορφο πρόσωπο παρά τα χρόνια της. Αυτή που έφευγά όταν ερχόταν ήταν η Μυλωνού η Μάνα του Αθανάση και της θειάς ειρήνης γυναίκας το Μπάρμπα Χριστόφορου. Ηταν τεράστια σαν μέγάλο βαρέλι αγρια φάτσα και φωνή και έριχνε και καμία <αρωμαική> υποβρυχια πορδή για να σκοτωνει τα μικρόβια !!! Επίσης μια άλλη που όταν την έβλεπα να πηγαίνει στο σπίτι έφευγα μακρυά ήταν η γειτόνησα Ασπασία μάνα του καθηγητή ψιμάρνη γιατί ειχε τη φήμη ότι μάτιαζε. Σπανιώερα ερχόταν η μάνα του μπάρμπα Χριστόφορου γιαι την πονούσαν τα πόδια της. Αυτές ηταν οι πιο μεγάλες σε ηληκία γιαγιάδες που ερχοταν στο σπίτι του παπού μου να κάνουν παρέα των θειάδων μου και μένανε στη γειτονιά μας. Στη φωτογραφία η Μάνα μου (δεξιά στη σκάλα) με τις αδελφές της (από δεξιά προς αριστερά) Καδιανή ,Μαρία, Λαμπρινή και τον άνδρα της Θειο Χρύσανθο στην αυλή του σπιτιου΄μας.